Σούπερ μάρκετ: Κλάδος με πρωτοποριακά στοιχεία, ραγδαία ανάπτυξη και αντοχές

Γράφει ο Λευτέρης Κιοσές

Σημείο καμπής στην ιστορία του λιανεμπορίου τροφίμων αποτελεί η στιγμή που ο έμπορος εγκαταλείπει τη θέση του πίσω από τον πάγκο και δίνει πλέον στον πελάτη τη δυνατότητα να επιλέξει μόνος του τα προϊόντα που βρίσκει στο ράφι. Είναι η στιγμή της υιοθέτησης του συστήματος σελφ σέρβις και της δημιουργίας των πρώτων αντίστοιχων καταστημάτων, της πρόδρομης μορφής των σημερινών σούπερ μάρκετ, που αποτελούν πυλώνα κάθε σύγχρονης οικονομίας.

Ο λόγος αυτής της εξέλιξης ήταν καθαρά οικονομικός, καθώς η εξυπηρέτηση είναι μία δραστηριότητα από την φύση της υψηλής έντασης εργασίας (labor-intensive), χαμηλών ρυθμών εξυπηρέτησης και, επομένως, υψηλότερου κόστους.

Μόλις έγινε αυτή η αλλαγή, ως συνέπεια ακολούθησε ο διαχωρισμός του καταστήματος σε τμήματα, το marketing και οι οικονομίες κλίμακας με τη δημιουργία των μεγαλύτερων καταστημάτων, σύμφωνα με τα πρότυπα που είχαν ήδη δημιουργηθεί στο εξωτερικό.

Η ανάπτυξη του κλάδου σε κάθε χώρα οδηγείται από την ανάπτυξη και άνοδο της μεσαίας τάξης, η οποία στην Ελλάδα συνδυάστηκε με την είσοδο των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας (και την ανάγκη για ταχύτερη προετοιμασία γεύματος), την αύξηση χρήσης των ψυκτικών μηχανημάτων και των οικιακών ψυγείων, καθώς και την αύξηση στη χρήση του αυτοκινήτου.

Αυτοί οι τρεις παράγοντες έκαναν δυνατή την αγορά μεγαλύτερων ποσοτήτων αγαθών σε κάθε επίσκεψη στο κατάστημα και την ασφαλή αποθήκευσή τους στο σπίτι, μετατρέποντας την αγορά τροφίμων από ημερήσια σε εβδομαδιαία συνήθεια.

Από αυτό το ξεκίνημα, σχεδόν εκ του μηδενός, το λιανεμπόριο τροφίμων έφτασε σήμερα να δημιουργεί το 7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος προσφέροντας 14 δισ. ευρώ Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας στη χώρα. Από αυτό το ποσό, το 60% περίπου προέρχεται από τις οργανωμένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ του κλάδου. Για να φτάσει σε αυτό το ποσοστό, ο κλάδος ξεκίνησε από το 0% συμμετοχής στο λιανεμπόριο τροφίμων τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60.

Αυτό το ποσοστό του δίνει πλέον τη θέση του κύριου πρωταγωνιστή στον τομέα λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου είναι πλέον μερικές από τις μεγαλύτερες της ελληνικής οικονομίας, από τις πιο υγιείς χρηματοοικονομικά και από τους μεγαλύτερους εργοδότες.

Η απασχόληση
Ο κλάδος απασχολεί σήμερα πάνω από 190.000 εργαζομένους, ενώ δημιουργεί και άλλες 330.000 θέσεις εργασίας σε άλλους κλάδους της οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας με αυτό τον τρόπο συνολικά το 11% της συνολικής απασχόλησης της χώρας. Είναι, μάλιστα, ο μόνος από τους μεγάλους τομείς της οικονομίας που παρουσίασε αύξηση στην ετήσια απασχόληση μέσα στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ετών.

Όπως φαίνεται και στο σχήμα 1, η συνολική απασχόληση στο λιανεμπόριο τροφίμων έχει αυξηθεί την τελευταία 12ετία κατά 31%. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ εκτιμάται ότι είναι σημαντικά μεγαλύτερο στην περιοχή του 50%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσφέρουν εργασία σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, με μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, όπως είναι οι νέοι, οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι γυναίκες, αλλά και οι κάτοικοι της επαρχίας, καθώς τα δίκτυα καταστημάτων καλύπτουν όλη την χώρα και δεν περιορίζονται στα αστικά κέντρα ή τις βιομηχανικές περιοχές.

Πίνακας 1: Συμβολή στην εθνική οικονομία του λιανεμπορίου τροφίμων
Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (συμβολή ΑΕΠ) Συνολική επίδραση στην απασχόληση Μισθοί και αμοιβές
Συνολικές επιδράσεις 14 δισ. € 521.181 5,4 δισ. €
Σύνολο Ελλάδας 200 δισ. € 4.782.684 38,8 δισ. €
% λιανεμπορίου τροφίμων επί της συνολικής οικονομίας 7,01% 10,89% 13,88%

Οι πωλήσεις
Οι πωλήσεις του κλάδου είναι ο καθρέφτης της ανάπτυξής του. Η συνολική αγορά προϊόντων παντοπωλείου (τρόφιμα και μη τρόφιμα) εκτιμάται σε περίπου 24,5 δισ. ευρώ, από τα οποία περίπου το 47% πραγματοποιείται από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.

Ο κύκλος εργασιών του κλάδου, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία είναι διαθέσιμα από το 2000 και μετά, δείχνουν ότι από τα περίπου 6 δισ. ευρώ του 2000 οι πωλήσεις έχουν αυξηθεί κατά 89% σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας, ενώ προ της ύφεσης η ανάπτυξη είχε φτάσει ακόμα και το 103% (σχήμα 2).

Τα στοιχεία αυτά απεικονίζουν όχι μόνο τη δυναμική ανάπτυξη του κλάδου κατά την προηγούμενη δεκαετία αλλά και τις σημαντικές άμυνες που επιδεικνύει ενώπιον της πρωτοφανούς ύφεσης που πλήττει την ελληνική οικονομία. Η μείωση του δείκτη κύκλου εργασιών κατά 7% είναι η μικρότερη στο λιανεμπόριο, ενώ πραγματοποιήθηκε και με διατήρηση της απασχόλησης, όπως φαίνεται και στο σχήμα 1.

Οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών του προηγουμένου έτους (φθινόπωρο 2011) προέβλεπαν ο κλάδος να παίρνει δρόμο ανάπτυξης από το δεύτερο εξάμηνο του 2012 και να φτάνει σε επίπεδα προ κρίσης το 2015.

Επενδυτική δραστηριότητα
Οδηγός σε αυτή την ανάπτυξη ήταν και θα είναι οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις που ξεπερνούν τα 3,5 δισ.  ευρώ και αντιπροσωπεύουν πάνω από το 60% των συνολικών επενδύσεων στο λιανεμπόριο τροφίμων.

Οι επενδύσεις αφορούν τόσο στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα πυκνού δικτύου καταστημάτων (το οποίο πλέον ξεπερνάει τα 4.370 και είναι από τα πιο πυκνά στον κόσμο), όσο και τη δημιουργία υποδομών αντίστοιχων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ άλλων χωρών της Ευρώπης με στόχο την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότατα.

Τέτοιες επενδύσεις είναι τα κέντρα διανομής, που αποτελούν μερικές από τις μεγαλύτερες και προηγμένες εγκαταστάσεις αυτού του τύπου, η ανάπτυξη στόλου οχημάτων, οι επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής και πολλές άλλες.

Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, το ελληνικό λιανεμπόριο έχει ξεπεράσει τον ανταγωνισμό του εξωτερικού όσον αφορά στις επενδύσεις αυτές, με μερικές ιδιαίτερα εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, κυρίως σε θέματα τεχνολογίας. Χαρακτηριστικές είναι η περιπτώσεις της αντιμετώπισης των ελλείψεων στα ράφια (out-of-shelf), αλλά και οι διαδικασίες marketing και customer segmentation.

Πρόκειται, δηλαδή, για έναν κλάδο, ο οποίος ενώ ξεκίνησε την ανάπτυξη του με χρονική καθυστέρηση σε σχέση με τον δυτικό κόσμο, κατάφερε να φτάσει στα ίδια επίπεδα σήμερα και μάλιστα να πρωτοπορεί σημαντικά σε συγκεκριμένες πρακτικές.

Σήμερα, το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άλλους κλάδους της Ευρώπης, όσον αφορά στην οργάνωση και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, εκτός ίσως από το θεσμικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις του εξωτερικού και, φυσικά, το οικονομικό περιβάλλον ανάπτυξης σε αντίθεση με το εγχώριο περιβάλλον ύφεσης.

Total
0
Shares
Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Related Posts